δορυαλωτος

δορυαλωτος
    δορυάλωτος
    Xen., Isocr.; v. l. Plut. = δοριάλωτος См. δοριαλωτος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δορυαλωτος" в других словарях:

  • δορυάλωτος — βλ. δοριάλωτος …   Dictionary of Greek

  • δμως — δμώς ( ωός), ο (Α) 1. δορυάλωτος δούλος 2. δούλος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο τ. που έχει πιθ. σχέση με τα αχαϊκά στοιχεία του έπους. Η προέλευση του είναι αβέβαιη. Το πιθανότερο είναι ότι η λ. συνδέεται με το δόμος και ακολουθεί τον …   Dictionary of Greek

  • δοριάλωτος — η, ο (AM δοριάλωτος και δορυάλωτος, ον Α και δουριάλωτος, ον) 1. αυτός που κατακτήθηκε με το δόρυ, ο αιχμάλωτος πολέμου 2. φρ. «δουριάλωτον λέχος» (για την Τέκμησσα) αιχμάλωτη που έγινε σύζυγος (Σοφ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»